Σε σειρά διαδοχικών συναντήσεων προχώρησε το προηγούμενο χρονικό διάστημα ο Βουλευτής Φθιώτιδας, Γιάννης Σαρακιώτης, επικεντρώνοντας στα σοβαρά προβλήματα που επικρατούν σήμερα στο χώρο της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο κ. Σαρακιώτης συναντήθηκε με την Περιφερειακή Διευθύντρια Εκπαίδευσης Στερεάς Ελλάδος, κ. Ελένη Μπενιάτα, τον Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Φθιώτιδας, κ. Κωνσταντίνο Σπαλιώρα, τον Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Φθιώτιδας, κ. Ευθύμιο Γκούμα, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΕΠΕ) Φθιώτιδας, την Πρόεδρο της Ένωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΕΛΜΕ) Φθιώτιδας, Γεωργία Ζαγγανά.
Ανάμεσα στα ζητήματα τα οποία τέθηκαν επί τάπητος ήταν:
Τα σοβαρά κενά που σημειώνονται σε βασικές ειδικότητες εκπαιδευτικών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα οποία και έχουν προξενήσει μεγάλες αντιδράσεις στην εκπαιδευτική κοινότητα και τους γονείς των μαθητών.
Την υποβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού και τα χαμηλά εισοδήματα που τους οδηγούν ακόμη και σε μη αποδοχή διορισμού ή τοποθέτησης σε σχολικές μονάδες.
Την άνιση μεταχείριση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
Το υψηλό κόστος στέγασης και διαβίωσης που αντιμετωπίζουν, ιδίως όσοι καλούνται να υπηρετήσουν μακριά από τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους.
Τις επαπειλούμενες συγχωνεύσεις σε πολλές σχολικές μονάδες της Φθιώτιδας εξαιτίας της δημογραφικής υποχώρησης της περιοχής και της κλιμακούμενης μείωσης του αριθμού των μαθητών, ακόμη και στις μεγάλες πόλεις της περιφερειακής ενότητας.
Την εκτεταμένη ψηφιακή γραφειοκρατία με την οποία έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά οι υπηρετούντες σε θέσεις ευθύνης.
Τις επιπτώσεις της εφαρμογής των Ν. 5225/2025 και Ν. 4823/2021 σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα της νομικής υποστήριξης των εκπαιδευτικών.
Στο πλαίσιο των παραπάνω, ο κ. Σαρακιώτης σημειώνει τα εξής:
«Οι συναντήσεις με τους εκπαιδευτικούς φορείς της Φθιώτιδας αναδεικνύουν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί πλέον να αγνοείται: Η δημόσια εκπαίδευση στηρίζεται αποκλειστικά στο φιλότιμο, την αυταπάρνηση και την επαγγελματική ευθύνη των ανθρώπων της, την ίδια ώρα που η Πολιτεία αρνείται να διασφαλίσει τα στοιχειώδη. Από τα κενά σε βασικές ειδικότητες ακόμη και στα μέσα του Νοέμβρη, μέχρι το υψηλό κόστος διαβίωσης και την υποβάθμιση του επαγγελματικού κύρους των εκπαιδευτικών.
Παρά τις διακηρύξεις περί “επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο”, η Κυβέρνηση επιμένει σε πολιτικές που απομακρύνουν νέους από το χώρο της εκπαίδευσης, οδηγούν σε συγχωνεύσεις σχολείων λόγω δημογραφικής κατάρρευσης και επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τους εκπαιδευτικούς με ψηφιακή και γραφειοκρατική υπερφόρτωση. Η στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης είναι θέμα κοινωνικής συνοχής, ισότητας ευκαιριών και εθνικής προοπτικής. Η Κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει άμεσα σε γενναία μέτρα ουσιαστικής ενίσχυσης του εκπαιδευτικού έργου και αξιοπρεπούς αντιμετώπισης των ανθρώπων που το υπηρετούν. Με σταθερές προσλήψεις, με μέριμνα για τη στέγαση, με αναβάθμιση μισθολογική και θεσμική, με ουσιαστική υποστήριξη και όχι επικοινωνιακές φιέστες. Η εκπαίδευση είναι η βάση από την οποία ξεκινά η ανασυγκρότηση της κοινωνίας και της χώρας. Κι αυτή τη βάση οφείλουμε να την υπερασπιστούμε.»






